

Αμβλυωπία
Η αμβλυωπία, γνωστή και ως «τεμπέλικο μάτι», είναι μία νευρολογικής φύσεως διαταραχή της όρασης που αναπτύσσεται κατά την παιδική ηλικία και επηρεάζει την οπτική οξύτητα του ενός ή και των δύο ματιών. Προκύπτει όταν ο εγκέφαλος, για διάφορους λόγους, δεν μαθαίνει να επεξεργάζεται σωστά τις εικόνες που προέρχονται από το πάσχον μάτι, οδηγώντας έτσι σε μειωμένη όραση που δεν μπορεί να διορθωθεί πλήρως με γυαλιά ή φακούς. Οι πιο συχνές αιτίες αμβλυωπίας είναι ο στραβισμός (ασυμμετρία στη θέση των ματιών), οι διαθλαστικές ανωμαλίες (αστιγματισμός, υπερμετρωπία, μυωπία), και η ύπαρξη εμποδίων στην οπτική οδό (όπως συγγενής καταρράκτης ή πτώση βλεφάρου). Όλες αυτές οι καταστάσεις δεν επιτρέπουν στον εγκέφαλο να λάβει και να επεξεργαστεί φυσιολογικά τις οπτικές πληροφορίες που του αποστέλλονται από το ένα ή και τα δύο μάτια. Για το λόγο αυτό ο εγκέφαλος απωθεί τον/τους οφθαλμούς και οδηγούμαστε στην αμβλυωπία. Η κατάσταση δεν προκαλεί εμφανή συμπτώματα, γι’ αυτό και είναι συχνά δύσκολο να εντοπιστεί χωρίς προληπτικό οφθαλμολογικό έλεγχο και δεν επιδέχεται αντιμετώπισης αν η διάγνωση γίνει μετά την ηλικία των 8-9ετών.
Η διάγνωση γίνεται μέσα από εξειδικευμένο παιδοφθαλμολογικό έλεγχο, κατά τον οποίο αξιολογείται η οπτική οξύτητα, η συνεργασία των ματιών, ευθυγράμμιση κ.α. Η αντιμετώπιση περιλαμβάνει την ενίσχυση της λειτουργίας του αδύναμου ματιού μέσω οπτικής διόρθωσης, κάλυψης (patching) του καλού ματιού ή χρήσης σταγόνων, σε συνδυασμό με ειδικές ασκήσεις ή θεραπευτικά βοηθήματα.
Η πρώιμη διάγνωση και θεραπεία είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς η αμβλυωπία μπορεί να αντιστραφεί με επιτυχία μόνο στα πρώτα χρόνια της ζωής, όταν η όραση ακόμα αναπτύσσεται. Η πρόληψη μέσω τακτικών προληπτικών ελέγχων στα παιδιά αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέτρο για την έγκαιρη αναγνώριση και αποκατάσταση της πάθησης.
