Ενδοϋαλοειδικές Ενέσεις Anti-VEGF

Οι ενδοϋαλοειδικές ενέσεις anti-VEGF (αγωγή με αντι-αγγειογενετικούς παράγοντες) αποτελούν μια επαναστατική μέθοδο για τη θεραπεία οφθαλμικών παθήσεων που συνδέονται με την υπερβολική ανάπτυξη και διαρροή παθολογικών αιμοφόρων αγγείων στον αμφιβληστροειδή, όπως η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας, η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, αγγειακές αποφράξεις κ.α. Αυτές οι θεραπείες στοχεύουν στη μείωση της αγγειογένεσης, δηλαδή του σχηματισμού νέων, παθολογικών αιμοφόρων αγγείων που μπορεί να προκαλέσουν βλάβες στον αμφιβληστροειδή και να οδηγήσουν σε απώλεια όρασης.

Η διαδικασία περιλαμβάνει την έγχυση του φαρμάκου απευθείας στην υαλοειδική κοιλότητα του ματιού, υπό τοπική αναισθησία με σταγόνες. Οι πιο γνωστοί αντι-VEGF παράγοντες που χρησιμοποιούνται για τις ενέσεις είναι το Ranibizumab, το Aflibercept και το Bevacizumab. Σκοπός της θεραπείας δεν είναι η βελτίωση της νόσου, αλλά η αποτροπή περαιτέρω επιδείνωσης και απώλειας όρασης.

Η διαδικασία είναι γρήγορη, ανώδυνη, δεν απαιτεί νοσηλεία, η ανάρρωση είναι άμεση και ο ασθενής επιστρέφει κανονικά στις δραστηριότητές του. Αν και οι ενέσεις είναι εξαιρετικά αποτελεσματικές στην επιβράδυνση, τη σταθεροποίηση, ή ακόμα και στη βελτίωση της νόσου, συνήθως απαιτούνται επαναλαμβανόμενες θεραπείες, καθώς τα αποτελέσματα μπορεί να διαρκούν περιορισμένο χρονικό διάστημα και η πορεία της νόσου να διαφέρει από άτομο σε άτομο. Είναι απολύτως απαραίτητο οι ασθενείς να παρακολουθούνται τακτικά για να αξιολογηθεί η ανάγκη για επιπλέον ενέσεις και να αποτραπεί η επιδείνωση της κατάστασης και η μη αναστρέψιμη απώλεια όρασης.

a person holding a green object in their hand

Φόρμα Ενδιαφέροντος